ἔγκλημα — accusation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγκλημα — Κάθε αδίκημα αντίθετο με τον νόμο, για το οποίο η πολιτεία προβλέπει την επιβολή ποινής. Η κοινή χρήση του όρου έ. είναι πολύ πιο περιορισμένη από τη νομική. Αναφέρεται, συνήθως, στις πολύ βαριές παραβάσεις των ηθικών αρχών ή των πολύ γνωστών… … Dictionary of Greek
ανθρωποκτονία — Έγκλημα κατά της ζωής, το οποίο κατά την ποινική νομοθεσία μπορεί να υπαχθεί σε έναν ορισμένο αριθμό ειδικότερων περιπτώσεων. Κοινό στοιχείο σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι με το έγκλημα προκαλείται ο θάνατος ενός προσώπου. Το αποτέλεσμα… … Dictionary of Greek
περιύβριση αρχής — Έγκλημα που διαπράττει όποιος εξυβρίζει, συκοφαντεί και γενικά εκ φράζεται περιφρονητικά για μια αρχή: δημόσια, δημοτική ή κοινοτική. Η π. α. προβλέπεται και τιμωρείται από το νόμο. Ο νόμος, τιμωρώντας την, έχει ως σκοπό να προστατέψει την… … Dictionary of Greek
τοὔγκλημα — ἔγκλημα , ἔγκλημα accusation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκλημ' — ἔγκλημα , ἔγκλημα accusation neut nom/voc/acc sg ἔγκλημι , ἐγκλάω thwart pres ind act 1st sg ἔγκλημαι , ἐγκλάω thwart pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιασμός — Έγκλημα που προσβάλλει τα ήθη και τιμωρείται από τον ποινικό κώδικα σε βαθμό κακουργήματος. Συνίσταται στον εξαναγκασμό γυναίκας να δεχτεί εξώγαμη συνουσία με τη χρήση σωματικής βίας ή απειλής σπουδαίου και άμεσου κινδύνου. Γίνεται μόνο από άνδρα … Dictionary of Greek
ἐγκλημάτοιν — ἔγκλημα accusation neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκλημάτων — ἔγκλημα accusation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκλήμασι — ἔγκλημα accusation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)